



































































Οι δρόμοι της Αθήνας αποτελούν τα τελευταία χρόνια το σκηνικό των κοινωνικών συγκρούσεων που πυροδοτούνται από την οικονομική κρίση, η οποία έχει οδηγήσει στην κατάρρευση ολόκληρη τη χώρα. Συγκεκριμένα, το κέντρο της πόλης τη νύχτα, με τα εγκαταλειμμένα μαγαζιά και τους μισοφωτισμένους δρόμους, δημιουργεί ένα δυστοπικό χώρο όπου οι άνθρωποι περιφέρουν το προσωπικό τους αδιέξοδο, παγιδευμένοι στον ιστό της. Άδεια βλέμματα, βιαστικά βήματα, χώροι γεμάτοι φόβο και κίνδυνο… Ολόκληρη η πόλη μοιάζει να πεθαίνει σιωπηλά.
Η προσπάθεια αποτύπωσης των συνεπειών της κρίσης στους ανθρώπους και στην ίδια την πόλη, ήταν το ζητούμενο μου μπροστά στην καινούργια ψυχογεωγραφία που ξεδιπλωνόταν στη δημόσια σφαίρα. Συνειδητά επέλεξα να μην καταγράψω τις στιγμές των κοινωνικών συγκρούσεων, που εξελίσσονταν πλέον τακτικά στους δρόμους της Αθήνας, εξαιτίας του θεαματικού χαρακτήρα που θα είχε μια εκ των ύστερων ανάγνωση τους. Κινήθηκα στο πριν και το μετά, θέλοντας να μετατοπίσω το κέντρο βάρους σε μια εσωτερίκευση του φωτογραφικού διαλόγου. Η οικονομική λειτουργία της πόλης, μαζί με ό,τι ήταν δεδομένο μέχρι τότε γι’ αυτήν, είχε καταστραφεί. Όπως και οι ζωές των ανθρώπων της. Οι εμπορικοί δρόμοι, οι κεντρικές πλατείες, οι τράπεζες, τα δημόσια κτήρια, ολόκληρες γειτονιές αλλάζουν, εγκαταλείπονται, λεηλατούνται, καταστρέφονται και οχυρώνονται.
Αρνούμενος λοιπόν να επικαλεστώ το θεαματικό, θέλησα στο διάστημα των εφτά περίπου χρόνων, από τότε που ουσιαστικά ”κηρύχτηκε” η κρίση, να ερευνήσω αυτή τη νέα γεωγραφία της πόλης, κινούμενος στις γειτονιές του κέντρου της, τεκμηριώνοντας τα γεγονότα και επιδιώκοντας να επισημάνω την αθέατη πλευρά με μια προσωπική υποκειμενική προσέγγιση.